- παρομοιώνω
- παρομοιῶ, -όω ΝΜΑ [παρόμοιος]θεωρώ ή παριστάνω κάτι ως όμοιο με άλλο, συγκρίνω, παραβάλλω, παρομοιάζω, εικονίζω με σύγκριση (α. «επειδή ήτο κάπως... στρογγύλη το σώμα, τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ.β. «παρομοιοῡν τινά τινι», Ανών. Γεωγρ.)αρχ.παθ. παρομοιοῡμαι, -όομαιγίνομαι όμοιος με κάποιον, παίρνω τη μορφή κάποιου («εἰκόνα κατὰ πάντα, τῷ πατρί παρωμοιωμένην», Ευσ.).
Dictionary of Greek. 2013.